justifiable - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

justifiable - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Justifiable; Justification (disambiguation)

justifiable         
(adj.) = justificable
Ex: It is therefore justifiable, and helpful, to view UDC in terms of Ranganathan's analysis of the problems of classification.
----
* unjustifiable = injustificable
justifiable         
justificable
justification         
justificación

Ορισμός

justifiable
a.
Defensible, warrantable, vindicable, right, fit, proper.

Βικιπαίδεια

Justification

Justification may refer to:

  • Justification (epistemology), a property of beliefs that a person has good reasons for holding
  • Justification (jurisprudence), defence in a prosecution for a criminal offenses
  • Justification (theology), God's act of declaring or making a sinner righteous before God
  • Justification (typesetting), a kind of typographic alignment
  • Rationalization (making excuses), a phenomenon in psychology
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για justifiable
1. "Neither justifiable or understandable," said another.
2. This is understandable but not really justifiable.
3. However, improvements must be well conceived, realistic and Justifiable.
4. The third one is that was the legal action justifiable.
5. Surely it must be legally justifiable to torture him?